- ουδετεροφιλία
- η [ουδετερόφιλος]το να αγαπά κάποιος την ουδετερότητα, το να τάσσεται υπέρ τής ουδετερότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek